Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταυρομαχώ — έω, Ν (αμτβ.) είμαι ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τορεαντόρ — ο, Ν ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. toreador < ρ. torear «ταυρομαχώ» < toro «ταύρος» < λατ. taurus] … Dictionary of Greek